- σλαβόφωνος
- -η, -οαυτός που μιλάει τη σλαβική γλώσσα: Στη Μακεδονία υπήρχαν παλιότερα σλαβόφωνοι πληθυσμοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σλαβόφωνος — η, ο, Ν αυτός που μιλά τη σλαβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό φωνος. Η λ., στον πληθ. Σλαβόφωνοι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Κώτας, Καπετάν — (Ρούλια Καστοριάς 1863 – Μοναστήριο 1905). Σλαβόφωνος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Προσχώρησε μεταξύ των πρώτων στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (κομιτάτο) υιοθετώντας το σύνθημά της «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Την… … Dictionary of Greek
Macedonia (terminology) — This article is about the use of the name Macedonia and its derivatives. For specific uses of the term, see Macedonia (disambiguation). Macedonia … Wikipedia
Macedonia (terminología) — Para otros usos de este término, véase Macedonia. Diversas definiciones de Macedonia a lo largo del tiempo … Wikipedia Español
Macédoine (terminologie) — Pour les articles homonymes, voir Macédoine. Traduction en cours Cette page est en cours de traduction (en français) à partir de l article es:Macedonia (terminología) 11 décembre 2010. Si vous souhaitez participer à la traduction, il vous suffit… … Wikipédia en Français
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek